- θυμελαιώδη
- ταβοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thymelaeales < thymelaea (πρβλ. θυμελαία) + -ale που στην ελλ. αποδόθηκε με την αντίστοιχη παραγωγική κατάλ. -ώδης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυμελαία — (Τhymelaea). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των θυμελαιιδών, που αριθμεί περίπου 20 θαμνώδη είδη. Είναι πολυετής, πολύκλαδη πόα, με μικρά και άμισχα φύλλα. Έχει πρασινωπά ή κίτρινα, μικρά, πολύγαμα ή δίοικα άνθη και περιάνθιο συνήθως μόνιμο,… … Dictionary of Greek
θυμελαιίδες — οι βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, η μοναδική τής τάξης θυμελαιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thymelaeaceae < thymelaea (πρβλ. θυμελαία) + aceae (< λατ. aceus)] … Dictionary of Greek
πιμελέα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης θυμελαιώδη που είναι ιθαγενή τής Αυστραλίας, τής Νέας Ζηλανδίας και τών Φιλιππίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pimelea (< πιμελή)] … Dictionary of Greek